-
1 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
2 распоряжение
1. (приказание) η εντο-λ/ήη διαταγή2. юр. (постановление) η εντολή 3. (указ) η εντολή 4. (порядок употребления) η διαχείριση, η διάθεση· в - и директора στη διάθεση του διευθυντήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распоряжение
-
3 открыть
-рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -оρ.σ.1. ανοίγω•открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•
открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•
открыть окно ανοίγω το παράθυρο•
открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•
открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.
|| ξεκλειδώνω•открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.
|| μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•открыть границу ανοίγω τα σύνορα•
открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.
2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.
3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•открыть газ ανοίγω το γκαζ•
открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•
открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•
открыть клуб ανοίγω λέσχη.
4. αρχίζω•открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•
открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•
открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.
5. αποκαλύπτω, φανερώνω•открыть тайну εκμυστηρεύομαι.
6. ανακαλύπτω•колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.
εκφρ.открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.1. ανοίγω•чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•
книга -лась το βιβλίο άνοιξε.
|| ξεκλειδώνομαι•дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.
2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•-лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.
4. αρχίζω,κάνω έναρξη•театр -лся το θέατρο άνοιξε.
5. εκμυστηρεύομαι όλα.6. (για πληγή) ανοίγω.εκφρ.глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).